Ερευνητική Δραστηριότητα

i. Αλληλεπίδραση παθογόνων πρωτοζώων Leishmania με κύτταρα θηλαστικών ξενιστών

Η έρευνητική δραστηριότητα της ομάδας μας επικεντρώνεται στη μελέτη επιφανειακών εκτο-ενζύμων ή εκκρινόμενων πρωτεϊνών του παρασίτου Leishmania donovani ως δυνητικών παραγόντων λοιμογόνου δράσης που αλληλεπιδρούν με τον ξενιστή. Επιπλέον, σε επιθυμόντας να συμβάλουμε στην ανακάλυψη νέων στόχων για ανάπτυξη φαρμάκων κατά της λεϊσμανίας μελετάμε πρωτεΐνες του παρασίτ που εμπλέκονται είτε στον μεταβολισμό των φωσφοϊνοσιτιδίων (π.χ. PI φωσφατάσες ή κινάσες) είτε είναι τελεστές φωσφοϊνοσιτιδίων μέσω δέσμευσης των λιπιδίων με ειδικές δομικές περιοχές (PX, PH, FYVE κλπ). Τα φωσφοϊνοσιτίδια (PIs), είναι λειτουργικά φωσφολιπίδια που ρυθμίζουν ζωτικές κυτταρικές διεργασίες και ως εκ τούτου οι πρωτεΐνες που αλληλεπιδρούν με αυτά παίζουν ουσιαστικούς ρόλους στη ζωή ενός κυττάρου. Η σηματοδότηση μέσω PIs και οι πρωτεϊνών που αλληλεπιδρούν με αυτά είναι ελάχιστα μελετημένα στα αρχαία ευκαρυωτικά παράσιτα του γένους Leishmania. Oι μελέτες μας αναδεικνύουν σημαντικά μόρια για περαιτέρω λειτουργική ανάλυση στη ζωή των παρασίτων και στη λοιμογόνο δράση τους.

Τέλος, χρησιμοποιούμε τον μη παθογόνο για τον άνθρωπο μικροοργανισμό Leishmania tarentolae (L. tarentolae) ως 1) σύστημα έκφρασης ανασυνδυασμένων ευκαρυωτικών πρωτεϊνών (Βιοτεχνολογικές εφαρμογές) και 2) in vitro σύστημα επιλογής μοριακών στόχων για έλεγχο αντιλεϊσμανιακών ενώσεων.

Τα μονοκύτταρα ευκαρυωτικά παράσιτα του γένους Leishmania, ανήκουν στην οικογένια των Τρυπανοσωματίδων της τάξης των Κινετοπαστιδών πρωτοζώων. Είναι διμορφικά, ζουν ως μαστιγωτές μορφές (προμαστιγώτες) στη γαστρεντερική οδό του αρθρόποδου ξενιστή (sandflies) και ως αμαστιγωτές μορφές (αμαστιγώτες), κυρίως μέσα σε τροποποιημένα φαγολυσοσώματα φαγοκυττάρων των θηλαστικών ξενιστών. Μετακυκλικοί προμαστιγώτες (μολυσματικές μορφές παρασίτων Leishmania) μεταδίδονται στον θηλαστικό ξενιστή μετά από γεύμα αίματος του εντόμου φορέα (Phlebotomus ή Lutzomyia). Το παράσιτο εγκαθιδρύει μόλυνση σε μακροφάγα με τα οποία μεταφέρεται σε όργανα που βρίσκονται μακριά από το δερματικό σημείο της μόλυνσης, όπως το ήπαρ, ο σπλήνας και ο μυελός των οστών στην περίπτωση της σπλαχνικής λεϊσμανίασης. Η επιβίωση και ο πολλαπλασιασμός του παρασίτου στα φαγοκύτταρα οφείλεται σε ανατροπή σηματοδοτικών μονοπατιών του ξενιστή που σχετίζονται με πολλαπλές πτυχές της φυσιολογίας του κυττάρου, συμπεριλαμβανομένων της ενδοκυττάριας διακίνησης και έκκρισης, της βιογένεσης των φαγολυσοσωμάτων και της απόπτωσης. Η μόλυνση θηλαστικών με ανθρωπονωτικό ή ανθρωποζωονωτικό είδος Leishmania, προκαλεί ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων δερματικών (CL) και σπλαχνικών (VL) ασθενειών, γνωστών ως Λεϊσμανιάσεις, με σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιβαρύνσεις. Παρόλο που υπάρχουν ήδη αρκετά φάρμακα κατά των διαφορετικών μορφών λεϊσμανίασης, υπάρχει επείγουσα και επιτακτική ανάγκη να αναπτυχθούν νέα, λόγω των σοβαρών παρενεργειών των αντιλεϊσμανιακών φαρμάκων, του υψηλού κόστους της θεραπείας και της ανάπτυξης ανθεκτικών στα φάρμακα στελεχών παρασίτων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει για ανθρώπους αποτελεσματικό εμβόλιο κατά των διαφόρων μορφών λεϊσμανίασης.